- διαυχενίζομαι
- διαυχενίζομαι,A hold the neck erect, Eun.Hist.pp.263,272 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαυχενίζομαι — (Α) 1. (για άλογα) υψώνω τον αυχένα 2. (για ανθρ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω … Dictionary of Greek
διαυχενίζεσθαι — διαυχενίζομαι hold the neck erect pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)